- φιλόμηρος
- -ον, ΜΑαυτός που τού αρέσει να μελετά την ομηρική ποίηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + Ὅμηρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλόμηρος — fond of Homer masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόμηρον — φιλόμηρος fond of Homer masc/fem acc sg φιλόμηρος fond of Homer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήρου — φιλόμηρος fond of Homer masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλομήρῳ — φιλόμηρος fond of Homer masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλόμηροι — φιλόμηρος fond of Homer masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηρός — (Ανατ.). Τμήμα του κάτω άκρου, που περιλαμβάνεται μεταξύ λεκάνης και γόνατος. Έχει σχήμα ατελούς κώνου με τη βάση προς τα πάνω και λοξή φορά από πάνω προς τα κάτω. Ο σκελετός του περιβάλλεται ολόκληρος από ισχυρές μυϊκές δέσμες, που εκτελούν τις… … Dictionary of Greek